- τσάρκα
- η, Ν1. περίπατος, βόλτα («κάναμε μια τσάρκα στα περίχωρα»)2. αναζήτηση, έρευνα3. (για ζώο) επιδρομή, ιδίως για την αναζήτηση λείας4. συνεκδ. αναζήτηση περιπέτειας.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cark].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσάρκα — η (λ. τουρκ.) 1. επιδρομή για αρπαγή ζώων. 2. επιδρομή. 3. περιπλάνηση, περίπατος, βόλτα: Πήγαμε τσάρκα στην παραλία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek